- Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό)
- Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1, στην κυπριακή πρωτεύουσα.
Μέχρι τότε οι αρχαιότητες που έκρυβε για πολλούς αιώνες η κυπριακή γη είχαν γίνει βορά διαφόρων επιτηδείων, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος των καλύτερων ευρημάτων να καταλήξει στους μεγάλους εμπόρους τέχνης της Ευρώπης και στις συλλογές των σημαντικότερων μουσείων της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Η ανεξέλεγκτη δράση των τυμβωρύχων και των εμπόρων αρχαιοτήτων, όπως του Ιταλού διπλωμάτη L. Palma di Cesnola, του οποίου ένα μεγάλο μέρος της συλλογής συγκροτήθηκε από οργανωμένες ομάδες τυμβωρύχων που έδρασαν σε ολόκληρη την Κύπρο και κατέληξε στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, γινόταν υπό τη σιωπηλή ανοχή της τουρκικής διοίκησης στα τέλη του 19ου αι.
Οι πρώτες νόμιμες ανασκαφές άρχισαν με τον ερχομό των Βρετανών, το 1878, αν και πολλά από τα ευρήματα φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό, όπως στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο είχε χρηματοδοτήσει εκτεταμένες ανασκαφές μεταξύ του 1890 και 1896.
Ήταν το 1888, όταν, με ιδιωτική πρωτοβουλία, ιδρύθηκε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου, που στεγάστηκε στην οδό Βικτωρία της παλαιάς Λευκωσίας. Το 1899 οι Sir John Myres και M. Ohnefalsch-Richter, οι δύο πρώτοι αρχαιολόγοι που δούλεψαν συστηματικά πάνω στην κυπριακή αρχαιολογία, δημοσίευσαν τον πρώτο κατάλογο.
Το 1905 το μουσείο απέκτησε ημιεπίσημο χαρακτήρα με την ψήφιση του πρώτου τύποις αρχαιολογικού νόμου. Διορίστηκε τότε μια διοικούσα επιτροπή με διευθυντή τον Άγγλο κυβερνήτη, η οποία αποφαινόταν ποια από τα ευρήματα ήταν απαραίτητα για τη συλλογή του μουσείου της Λευκωσίας.
Οι ανασκαφές των ξένων αρχαιολογικών σχολών που έγιναν μετά την ανέγερση του μουσείου, όπως η πρώτη μεγάλης κλίμακας αποστολή της Σουηδικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Einar Gjerstad, έφεραν στο φως τόσο πολλά ευρήματα, που όχι μόνο δεν μπορούσαν να εκτεθούν όλα, αλλά, με την πάροδο του χρόνου, γέμισαν και τις αποθήκες του μουσείου.
Το 1935, με την ψήφιση ενός νέου αρχαιολογικού νόμου και την ίδρυση της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων Κύπρου, το μουσείο απέκτησε πλέον επίσημο χαρακτήρα. Οι ανασκαφές των ξένων συνεχίστηκαν, ενώ άρχισαν και οι πρώτες επίσημες επιστημονικές έρευνες Κυπρίων επιστημόνων.
Οι ανασκαφές του Π. Δικαίου στη Χοιροκοιτία και στους άλλους τόπους νεολιθικής εγκατάστασης εμπλούτισαν σημαντικά τις συλλογές των πρώτων χρόνων της κυπριακής αρχαιολογίας. Σημαντικά ευρήματα ήρθαν να προστεθούν από την ανακάλυψη της μυκηναϊκής εποίκισης της Εγκωμής από τον Γάλλο καθηγητή D. F. A. Schaeffer, από την ανασκαφή της νεκρόπολης της πρώιμης εποχής του χαλκού στους Βουνούς, που έγινε με τη συμμετοχή του Μουσείου του Λούβρου, της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας και της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων Κύπρου.
Μεταξύ του 1959 και του 1961 δύο νέες αίθουσες προστέθηκαν στο μουσείο, ενώ το 1972 εγκαινιάστηκε μια νέα αίθουσα, η οποία στεγάζει σημαντικά ευρήματα από τις ανασκαφές στην Εγκωμή και στο Κίτιο που σκιαγραφούν την ευρωστία και το μεγαλείο που γνώρισε το νησί κατά τη διάρκεια της ύστερης εποχής του χαλκού.
Σήμερα, αν και πολλά από τα ευρήματα έχουν μεταφερθεί στα τοπικά επαρχιακά μουσεία των άλλων πόλεων της Κύπρου που εγκαινιάστηκαν πριν από μερικά χρόνια, η ανάγκη μεταστέγασης της συλλογής σε ένα νέο κτίριο που θα μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες μουσειακές απαιτήσεις γίνεται επιτακτική.
Οι δεκατέσσερις αίθουσες του μουσείου περιβάλλουν σε σχήμα τετραγώνου έναν εσωτερικό κεντρικό χώρο, ο οποίος περιλαμβάνει γραφεία, βιβλιοθήκη, αποθήκες και χώρους επεξεργασίας και συντήρησης των αντικειμένων. Οι πρώτες αίθουσες περιέχουν ευρήματα ταξινομημένα κατά χρονολογική σειρά, ενώ οι υπόλοιπες ανάλογα με τα θέματα στα οποία αναφέρονται.
Η επίσκεψη στο Κυπριακό Μουσείο αρχίζει με την αίθουσα 1, δεξιά της εισόδου, στην οποία πρόσφατα τοποθετήθηκαν νέες προθήκες. Πάνω από τις προθήκες έχουν αναρτηθεί μεγάλες έγχρωμες φωτογραφίες από τους χώρους ευρέσεως των αντικειμένων. Οι προθήκες στο δεξιό τοίχο περιέχουν τις παλαιότερες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας στο νησί κατά τη νεολιθική εποχή, από περιοχές όπως το Ακρωτήρι, η Κισόνεργα και η Χοιροκοιτία (7η–6η χιλιετία π.Χ.), κυρίως εργαλεία, ειδώλια και πέτρινα δοχεία. Στις προθήκες της αριστερής πλευράς εκτίθενται ευρήματα από τη χαλκολιθική εποχή (3900-2400 π.Χ.), μεταξύ των οποίων μεγάλα πιθάρια, πέτρινα εργαλεία, ειδώλια από πικρολίτη, περιδέραια και αλυσίδες λαιμού. Ιδιαίτερη προσοχή αξίζει το μεγάλο πήλινο ειδώλιο από τα Κούκλια που παριστάνει μια καθισμένη γυναίκα. Η πρώτη προθήκη στο μέσο της αίθουσας περιέχει σπουδαία ευρήματα από την Κισόνεργα από το 3000 π.Χ. περίπου. Η μεγάλη πήλινη λεκάνη αποτελεί πιθανότατα μια μικρογραφία περιτοιχισμένου ιερού, στην οποία διακρίνεται η ορθογώνια είσοδος, το μικρό κοίλωμα όπου περιστρεφόταν η πόρτα και μία τετράγωνη βαθμίδα στο κέντρο του δαπέδου, που μοιάζει με βωμό. Η δεύτερη προθήκη περιέχει δύο μεγάλα αποθηκευτικά πιθάρια από την Ερήμη και την Κισόνεργα.
Στην αίθουσα 2 παρουσιάζονται πήλινα αγγεία και κεραμικά από την πρώιμη εποχή του χαλκού (2500-1900 π.Χ.). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μεγάλα πολλαπλά δοχεία και τα τοποθετημένα στο μέσο της αίθουσας αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ειδώλια χωρικών με άροτρα και η μικρογραφία ενός ιερού με πολλές ανθρώπινες μορφές στο εσωτερικό του, που βρέθηκε σ’ έναν τάφο στους Βουνούς.
Οι προθήκες που βρίσκονται αριστερά στο πρώτο μέρος της μεγάλης αίθουσας 3 περιέχουν ευρήματα μέσω των οποίων γίνεται αντιληπτή η εξέλιξη της κεραμικής κατά τη διάρκεια της μέσης εποχής του χαλκού (1900-1050 π.Χ.). Σε ξεχωριστή βάση έχει τοποθετηθεί ένα αγγείο καμαραϊκού ρυθμού, ο οποίος είχε αναπτυχθεί στην Κρήτη. Εκτίθενται επίσης αγγεία από τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, ενώ στις προθήκες εκατέρωθεν της εισόδου και στη στενόμακρη προθήκη στα δεξιά εκτίθενται απομιμήσεις κρητικο-μυκηναϊκών αγγείων, στα οποία εκτός των άλλων διακρίνονται παραστάσεις ζώων και αρματοδρομιών. Σε μια προθήκη στο μέσο της αίθουσας μπορείτε να δείτε το περίφημο πολύχρωμο ρυτό του Κιτίου από φαγεντιανή (13ος π.Χ. αι.).
Στο μεσαίο μέρος της ίδιας αίθουσας έχουν συγκεντρωθεί πήλινα αγγεία από την πρωτογεωμετρική και την αρχαϊκή εποχή (1050-475 π.Χ.). Στο μέσο περίπου της αίθουσας, σε ξεχωριστή προθήκη, βρίσκεται ο λεγόμενος αμφορέας Ηubbard, του 7ου αι. Στην εμπρόσθια όψη εικονίζεται μια αρχόντισσα καθισμένη σε θρόνο, να πίνει από έναν αμφορέα, τον οποίο γεμίζει μια υπηρέτρια. Στην πίσω όψη εικονίζονται τέσσερις χορεύτριες και μία μουσικός. Δεξιά απ’ αυτή την προθήκη παρατηρήστε τις χαρακτηριστικές για την αρχαϊκή Κύπρο οινοχόες σε σχήμα μπαλονιού (750-600 π.Χ.). Φέρουν ζωγραφισμένα μοτίβα, μεταξύ των οποίων ομόκεντρους κύκλους, έναν ταύρο να μυρίζει άνθος λωτού και ένα μεγάλο πτηνό να ραμφίζει ένα ψάρι. Στην προθήκη που βρίσκεται ακριβώς μπροστά εκτίθεται ένας μεγάλος αμφορέας από τον Περιστερώνα, κοντά στην Αμμόχωστο, ο οποίος προέρχεται από την ίδια εποχή και είναι διακοσμημένος με ροζέτες, άνθη λωτού και γεωμετρικά σχέδια.
Στο τελευταίο μέρος της αίθουσας 3 εκτίθενται κεραμικά από το 750 π.Χ. μέχρι και την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Στην προθήκη μπροστά στο δεξιό τοίχο θα δείτε μερικά δείγματα από τις χαρακτηριστικές για την κλασική εποχή της Κύπρου οινοχόες, στις οποίες έχουν προστεθεί ανάγλυφες γυναικείες μορφές απέναντι από τις λαβές. Αυτές οι μορφές κρατούν μια κανάτα στο χέρι, η οποία χρησιμεύει ως στόμιο.
Οι προθήκες στη μέση αυτού του τμήματος της αίθουσας περιέχουν μελανόμορφα και ερυθρόμορφα κεραμικά που είχαν εισαχθεί από την Αθήνα (6ος-4ος π.Χ. αι.). Στην τελευταία προθήκη δεξιά εκτίθενται αγγεία εισαγόμενα από τη Ρόδο και την Ιωνία, ενώ στην αντίστοιχη προθήκη αριστερά θα δείτε αγγεία από την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή (4ος π.Χ. -4ος μ.Χ. αι.).
Στη μεγάλη προθήκη της αίθουσας 4 εκτίθενται πολυάριθμα πήλινα ειδώλια και αγάλματα, τα οποία βρέθηκαν γύρω από έναν κυκλικό βωμό του ιερού στην Αγία Ειρήνη (6ος-5ος π.Χ. αι.). Τα δύο ειδώλια που έχουν τοποθετηθεί στο αριστερό άκρο της προθήκης δίνουν μια ιδέα για την αρχική ζωγραφική τους. Στην είσοδο υπάρχει φωτογραφία από την ανασκαφή, όπου διακρίνεται η θέση εύρεσης αυτών των δύο χιλιάδων περίπου εκθεμάτων.
Στη μεγάλη αίθουσα 5 εκτίθενται μεγάλα κυπριακά γλυπτά από τους αρχαϊκούς έως και τους ελληνιστικούς χρόνους (8ος-1ος π.Χ. αι.), στα οποία είναι εμφανείς οι αιγυπτιακές, ασσυριακές και ελληνικές επιρροές. Κοντά στην είσοδο της αίθουσας, αριστερά, θα δείτε μια κεφαλή με αιγυπτιακό μαντίλι, στο μέσο ένα άγαλμα με σημιτικά χαρακτηριστικά, πιθανόν Φοίνικα, και δεξιά μια μεγάλη ανδρική κεφαλή με καλοχτενισμένα μαλλιά και γένια, κατά τα ασσυριακά πρότυπα. Το μεγάλο επιτύμβιο άγαλμα ενός νεαρού άνδρα, που φοράει λεπτό χιτώνα και ιμάτιο και πατάει σε βάση με δυο λιοντάρια, θυμίζει τα γλυπτά των Ελλήνων των δυτικών ακτών της Μικράς Ασίας (510-500 π.Χ.). Το άγαλμα του γυμνού νεαρού, που βρίσκεται αριστερά του, ανήκει στη κατηγορία των κούρων της κυρίως Ελλάδας. Στο μέσο περίπου της αίθουσας θα δείτε στη βάση 32 μια κεφαλή γυναικείου αγάλματος, μεγαλύτερη από το φυσικό μέγεθος, η οποία φέρει διάδημα διακοσμημένο με Σφίγγες και φοινικοειδή κοσμήματα (450-400 π.Χ.). Στην αριστερή προθήκη εκτίθενται κεφαλές και κορμοί ειδωλίων από μάρμαρο του 3ου-1ου π.Χ. αι. Απέναντι, στη δεξιά πλευρά της αίθουσας, έχουν τοποθετηθεί τα νέα ευρήματα, που ήρθαν στο φως μόλις το 1997. Πρόκειται για δύο ξαπλωμένες Σφίγγες, που είναι πολύ επηρεασμένες από αιγυπτιακά πρότυπα. Φέρουν το βασιλικό κάλυμμα της κεφαλής και το στέμμα της Άνω και Κάτω Αιγύπτου, ένα μεγάλο λιοντάρι και δύο μικρότερα. Στα φτερά της δεξιάς Σφίγγας διατηρούνται ακόμη κατάλοιπα πράσινου και κόκκινου χρώματος. Ακριβώς πάνω από αυτά τα ευρήματα έχει τοποθετηθεί ένα μαρμάρινο διάζωμα από τους Σόλους με παραστάσεις αμαζονομαχίας (4ος π.Χ. αι.).
Στο τελευταίο τμήμα της αίθουσας, δεξιά, είναι στημένος ένας βωμός από τη Βιτσάδα, διακοσμημένος με ανάγλυφο, στην μπροστινή πλευρά του οποίου αναπαρίσταται η απαγωγή της Περσεφόνης (2ος π.Χ. αι.). Πριν από την είσοδο στην αίθουσα 6 έχει τοποθετηθεί ένα από τα πιο γνωστά κομμάτια του μουσείου. Πρόκειται για την περίφημη Αφροδίτη από τους Σόλους, ένα από τα λίγα κυπριακά μαρμάρινα αγάλματα της ελληνιστικής εποχής (1ος π.Χ. αι.).
Στην αίθουσα 6 κυριαρχεί το ορειχάλκινο άγαλμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211 μ. Χ.) από την Κυθρέα, το μόνο ακέραιο ορειχάλκινο άγαλμα που έχει βρεθεί έως τώρα στην Κύπρο. Στην προθήκη αριστερά της εισόδου έχουν τοποθετηθεί ορειχάλκινα ειδώλια, που χρονολογούνται από τον 7ο έως το 2ο π.Χ. αι. Εκτός από αυτά, εδώ θα δείτε μία αργυρή κεφαλή του Άμμωνα-Δία. Αριστερά, δίπλα στο διάδρομο προς την αίθουσα 7, έχουν αναρτηθεί τρία ρωμαϊκά μαρμάρινα πορτρέτα.
Στο πρώτο από τα τρία τμήματα της αίθουσας 7 εκτίθενται χάλκινα αντικείμενα: εργαλεία, όπως τσάπες και πριόνια, όπλα, τμήματα πολεμικού εξοπλισμού, μικρά και μεγάλα αγγεία και τριποδικοί λέβητες. Στις προθήκες αριστερά σας μπορείτε να δείτε κυλινδρικούς σφραγιδόλιθους και εφτά θραύσματα ενός μεγάλου πήλινου αποθηκευτικού πιθαριού από το Μάα, οι ανάγλυφες παραστάσεις του οποίου έχουν αποτυπωθεί με τη βοήθεια ενός κυλινδρικού σφραγιδόλιθου αυτού του είδους. Στην επόμενη προθήκη, αριστερά, βρίσκονται δύο άλλα από τα πιο γνωστά εκθέματα του μουσείου. Πρόκειται για τα ορειχάλκινα ειδώλια του Κερασφόρου Θεού από την Έγκωμη (12ος π.Χ. αι.) και ενός οπλισμένου γενειοφόρου θεού, ο οποίος στέκεται πάνω σε ένα τάλαντο.
Στο μέσο της αίθουσας στρίβετε δεξιά, για να κατευθυνθείτε στην αίθουσα 9, που βρίσκεται χαμηλότερα και στην οποία έχουν τοποθετηθεί επιτύμβια μνημεία. Εδώ μπορείτε να δείτε επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφες παραστάσεις, ζωγραφισμένες πήλινες σαρκοφάγους και σαρκοφάγους από ασβεστόλιθο διακοσμημένες με ανάγλυφα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το άνω τμήμα ενός επιτύμβιου ανάγλυφου κάποιου πολεμιστή από τη Λύση, της εποχής γύρω στα 400 π.Χ., το οποίο φέρει την επιγραφή «Διονύσιος Καρτιάνος». Προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από το Κίτιο, που ονομαζόταν «Κάρτι» από τους Φοίνικες που κατοικούσαν εκεί.
Η αίθουσα 10, που βρίσκεται απέναντι, περιέχει μαρτυρίες των διαφόρων συστημάτων γραφής που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαία Κύπρο. Στην προθήκη αριστερά διακρίνουμε δείγματα της κυπρομινωικής γραφής από το 15ο έως τον 11ο π.Χ. αι., μεταξύ των οποίων δύο μικρούς πήλινους πίνακες από την Έγκωμη του 13ου π.Χ. αι., καθώς και δείγματα της κυπριακής συλλαβικής γραφής από τον 11ο έως τον 3ο π.Χ. αι. Ένας ορειχάλκινος πίνακας (το γύψινο αντίγραφο του πρωτοτύπου, το οποίο βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου) περιέχει ένα συμβόλαιο του βασιλιά Στασίκυπρου και της πόλης Ιδαλίου με το γιατρό Ονάσιλο και τους αδερφούς του (5ος π.Χ. αι.). Στο μέσο της αίθουσας εκτίθεται μια πέτρα με μια φοινικική επιγραφή του 9ου π.Χ. αι.
Μεταξύ των αιθουσών 9 και 10 μια σκάλα οδηγεί χαμηλότερα στην αίθουσα 8, στην οποία έχουν στηθεί τάφοι από το χρονικό διάστημα μεταξύ της 4ης χιλιετίας και της εποχής γύρω στα 400 π.Χ. Πάνω από την είσοδο αυτής της αίθουσας, έχει αναρτηθεί στον τοίχο μια μεγάλη φωτογραφία, στην οποία βλέπουμε τα πλούσια κτερίσματα ενός αλεηλάτητου τάφου που βρέθηκε κοντά στην Πόλη Χρυσοχούς (3ος-2ος π.Χ. αι.).
Η αίθουσα 11, η οποία βρίσκεται ψηλότερα και είναι προσιτή από δύο σκάλες, περιέχει ευρήματα από τους βασιλικούς τάφους της Σαλαμίνας. Στον τοίχο στο βάθος έχουν αναρτηθεί έξι φωτογραφίες, οι οποίες τραβήχτηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών. Μπροστά από αυτές βρίσκεται ένα κρεβάτι διακοσμημένο με κομμάτια ελεφαντόδοντου και έγχρωμο γυαλί, καθώς και δύο θρόνοι. Στη δεξιά προθήκη θα δείτε τμήματα επίπλων από ελεφαντόδοντο και πέντε κεφαλές από τερακότα. Στην προθήκη που υπάρχει στον τοίχο της εισόδου εκτίθεται ένας από τους μεγαλύτερους αρχαίους τριποδικούς λέβητες που βρέθηκαν μέχρι σήμερα, ο οποίος χρονολογείται στα τέλη του 8ου π.Χ. αι. Ο τρίποδας είναι από σίδηρο και ο λέβητας από ορείχαλκο, ενώ το στόμιό του είναι διακοσμημένο με τέσσερις προτομές σειρήνων και οχτώ γρύπες. Στην αριστερή προθήκη εκτίθενται τμήματα από ορειχάλκινους εξοπλισμούς αλόγων και αρμάτων (8ος-7ος π.Χ. αι.).
Από εδώ φτάνουμε στην αίθουσα 12, η οποία είναι αφιερωμένη στην παραγωγή χαλκού στην αρχαία Κύπρο. Στην πρώτη εσοχή αριστερά βλέπετε ένα γεωλογικό χάρτη της Κύπρου και στις μικρές προθήκες μπροστά δείγματα διαφόρων μεταλλευμάτων και πετρωμάτων. Στην επόμενη προθήκη υπάρχει αναπαράσταση ενός μεταλλείου με πρωτότυπα εργαλεία από την αρχαϊκή εποχή. Στη μεσαία προθήκη παρουσιάζεται μέσα από εικόνες η διαδικασία τήξεως με δείγματα αρχαίων φυσητήρων από ασβεστόλιθο της ύστερης εποχής του χαλκού, ενώ στην επόμενη προθήκη μπορείτε να δείτε δείγματα αρχαίων τύπων χυτηρίων.
Στο χάρτη της Μεσογείου, που έχει τοποθετηθεί σε μια εσοχή στο βάθος της αίθουσας, είναι σημειωμένοι οι δρόμοι του εμπορίου χαλκού κατά την αρχαιότητα. Στην τελευταία προθήκη της αριστερής πλευράς εξηγείται, με τη βοήθεια κατάλληλων παραδειγμάτων, η εξέλιξη της παραγωγής του χαλκού και αργότερα του ορείχαλκου από την 4η χιλιετία μέχρι την εποχή του σιδήρου. Ιδιαίτερα εντυπωσιακός είναι ο τεράστιος ορειχάλκινος λέβητας από την Καλαβασό, που χρονολογείται στην ύστερη εποχή του χαλκού (1650-1050 π.Χ.).
Τώρα μπορείτε να συνεχίσετε την επίσκεψή σας στην αίθουσα 7. Στην αριστερή πλευρά είναι στερεωμένα τρία ψηφιδωτά δαπέδου του 3ου-4ου μ.Χ. αι. Στο πρώτο δεξιά, που προέρχεται από την Παλαίπαφο, παριστάνεται η Λήδα με τον κύκνο. Στις τρεις προθήκες μπροστά από τα ψηφιδωτά εκτίθενται νομίσματα από χρυσό, άργυρο και ορείχαλκο. Δεξιά διακρίνουμε μερικά αργυρά νομίσματα από τη Νέα Πάφο, τα οποία βρέθηκαν κάτω από τη λεγόμενη Οικία του Διονύσου, στην οποία βρέθηκαν συνολικά 2.484 πτολεμαϊκά τετράδραχμα.
Στις υπόλοιπες προθήκες της αίθουσας παρουσιάζονται χρυσά κοσμήματα και αργυρά δοχεία. Στη μέση έχει τοποθετηθεί το περίφημο χρυσό σκήπτρο από το Κούριο, το οποίο καταλήγει σε μια σφαίρα με δύο γεράκια. Δεξιά βλέπουμε τα τρία αργυρά πιάτα, διακοσμημένα με ανάγλυφα, του λεγόμενου «δεύτερου θησαυρού της Λάμπουσας», από τον 7ο μ.Χ. αι.
Οι προθήκες στη δεξιά πλευρά της αίθουσας περιέχουν ειδώλια και αγγεία από αλάβαστρο και μάρμαρο, της ελληνιστικής εποχής κυρίως, αντικείμενα από ελεφαντόδοντο, αγγεία από γυαλί και λυχνάρια από πηλό και ορείχαλκο, που χρονολογούνται από τον 5ο π.Χ. αι. έως τη ρωμαϊκή εποχή.
Τα μαρμάρινα αγάλματα της αίθουσας 13 προέρχονται από τη Σαλαμίνα, όπου από το 2ο μ.Χ. αι., κοσμούσαν το γυμνάσιο και τα λουτρά. Στη μέση της αίθουσας υψώνεται ένα μεγάλο άγαλμα του θεού Απόλλωνα με δάφνινο στεφάνι και κιθάρα. Στον τοίχο πίσω από το άγαλμα μια μεγάλη φωτογραφία δείχνει τις ανασκαφές τμημάτων της πόλης, που έγιναν από Γάλλους αρχαιολόγους μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974. Τα υπόλοιπα αγάλματα αυτής της αίθουσας ανήκουν σε Έλληνες θεούς και ημίθεους, όπως στον Ηρακλή, στον Ασκληπιό, στην Υγεία, στον Δία και στην Ήρα.
Η αίθουσα 14, από την οποία επιστρέφετε στην είσοδο, δίνει μια γενική εικόνα για την παραγωγή πήλινων αγαλματιδίων, καθώς και για τους τύπους και τις μορφές τους κατά τη διάρκεια των αιώνων, από τα χαρακτηριστικά κυπριακά σανιδόσχημα ειδώλια του 2ου π.Χ. αι. έως τις μορφές της ύστερης ρωμαϊκής εποχής.
Εξωτερική άποψη του Αρχαιολογικού Μουσείου Λευκωσίας.
«Ο Κερασοφόρος Θεός» (12ος αι. π.Χ.) από την Έγκωμη (Αρχαιολογικό Μουσείο Λευκωσίας).
Λεπτομέρεια από ψηφιδωτό που εικονίζει τη «Λήδα με τον Κύκνο» (Αρχαιολογικό Μουσείο Λευκωσίας).
Πήλινα ειδώλια και αγάλματα από την Αγία Ειρήνη, στην αίθουσα 4 του Αρχαιολογικού Μουσείου Λευκωσίας.
Ο αμφορέας Hubbard του 7ου αι. π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Λευκωσίας).
Σανιδόμορφο ερυθροστιλβωτό ειδώλιο του 2000-1850 π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Λευκωσίας).
Dictionary of Greek. 2013.